- παγκρεατικός
- -ή, -όαυτός που έχει σχέση με το πάγκρεας: Παγκρεατικό υγρό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παγκρεατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πάγκρεας (α. «παγκρεατική έκκριση» β. «παγκρεατική αρτηρία») 2. φρ. α) «παγκρεατικός διαβήτης» ιατρ. διαβήτης που εμφανίζεται ως συνέπεια ολικής παγκρεατεκτομής β) «παγκρεατικό υγρό» (βιοχ.) υγρό που… … Dictionary of Greek
πάγκρεας — Αδένας του ανθρώπινου σώματος. Έχει μήκος 14 18 εκ., βάρος 60 100 γρ. και είναι προσαρτημένος στο δωδεκαδάκτυλο. Βρίσκεται πίσω από το στομάχι και μπροστά από τους πρώτους οσφυϊκούς σπονδύλους. Το δεξιό του μέρος, που ονομάζεται κεφαλή,… … Dictionary of Greek
παγκρεατικοτομή — η ιατρ. εγχειρητική διάνοιξη τού παγκρεατικού πόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pancreaticotomie (< παγκρεατικός + τομή)] … Dictionary of Greek
παγκρεατικοτομία — η ιατρ. η χειρουργική διάνοιξη τού παγκρεατικού πόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pancreaticotomie (< παγκρεατικός + τομία < τόμος < τέμνω)] … Dictionary of Greek
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek
δωδεκαδάκτυλο — Το πρώτο τμήμα του λεπτού εντέρου, που ακολουθεί το στομάχι, συνεχίζει οπισθοπεριτοναϊκά περιβάλλοντας την κεφαλή του παγκρέατος και καταλήγει στο σημείο όπου το λεπτό έντερο βρίσκεται μέσα στην περιτοναϊκή κοιλότητα. Στο δ. εκβάλλουν ο χοληδόχος … Dictionary of Greek